ἐρεθιστικοῦ

ἐρεθιστικοῦ
ἐρεθιστικός
of
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ερεθιστικότητα — Στη βιολογία και στη γενική φυσιολογία σημαίνει την ικανότητα του ζωντανού πρωτοπλάσματος να αντιδρά σε ενδογενή και εξωγενή ερεθίσματα με μεταβολή της σύστασής του, η οποία μερικές φορές δίνει πολύπλοκες αντιδράσεις. Αυτή η αντίδραση είναι σε… …   Dictionary of Greek

  • ερεθιστικότητα — η 1. η ιδιότητα του ερεθιστικού, η ικανότητα πράγματος που ερεθίζει. 2. (φυσιολ.), η ευαισθησία των ζωντανών οργανισμών στους ερεθισμούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”